αμφίπυλος

αμφίπυλος
ος , ον имеющий с обеих сторон ворота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμφίπυλος" в других словарях:

  • αμφίπυλος — ἀμφίπυλος, ον (Α) αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πύλη] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίπυλον — ἀμφίπυλος with two entrances masc/fem acc sg ἀμφίπυλος with two entrances neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπύλου — ἀμφίπυλος with two entrances masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»